- κεραελκής
- κερᾰελκής, ές,A drawing by the horns, [βόες] Call.Dian.179 (v.l. κερεαλκέες); [full] Ἰώ Nonn.D.3.382.II = κερουλκός11.2, τόξα ib.20.225.III v. κερατεσσεῖς.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεραελκής — κεραελκής, ές (Α) 1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του 2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός* 3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῑς (κατά τόν Ησύχ.) κερατεσσείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερε αλκής… … Dictionary of Greek
κεραελκής — drawing by the horns masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραελκεῖς — κεραελκής drawing by the horns masc/fem acc pl κεραελκής drawing by the horns masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραελκέα — κεραελκής drawing by the horns neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κεραελκής drawing by the horns masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραελκέας — κεραελκής drawing by the horns masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραελκέες — κεραελκής drawing by the horns masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραελκέος — κεραελκής drawing by the horns masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεραελκέι — κεραελκέϊ , κεραελκής drawing by the horns dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)